αλλεργιογόνος

αλλεργιογόνος
-ο
αυτός που προκαλεί αλλεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλεργία* + -γόνος*, πρβλ. αγγλ. allergene και allergenic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλλεργιογόνος — α, ο ουσία που προκαλεί αλλεργία: Η γύρη των λουλουδιών είναι ουσία αλλεργιογόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”